Eίναι οι Έλληνες ενημερωμένοι για την αξία της στοματικής υγείας και για τη συσχέτισή της με τη γενική υγεία; Πόσο συχνά επισκέπτονται τον οδοντίατρο και για ποιους λόγους; Με ποια κριτήρια επιλέγουν τον οδοντίατρό τους και κατά πόσο το οικονομικό υπόβαθρο της οδοντιατρικής θεραπείας λειτουργεί ανασταλτικά ως προς την επίσκεψη στο οδοντιατρείο; Σε όλα αυτά τα ερωτήματα και πολλά ακόμη φιλοδοξεί να «ρίξει φως» η πανελλαδική δημοσκόπηση της Ε.Ο.Ο., η οποία πραγματοποιήθηκε σε δείγμα 2.108 πολιτών κατά τη χρονική περίοδο 28/6/2024-9/7/2024. Στο παρόν φύλλο του «ΟΒ» έχουμε τη χαρά να φιλοξενούμε τον Γενικό Γραμματέα της ΕΟΟ, τον χειρουργό οδοντίατρο, κ. Δημήτρη Κήττα, με τη βοήθεια του οποίου επιχειρούμε να «ερμηνεύσουμε» τα βασικά ευρήματα της δημοσκόπησης.
Tης Ηλιάνας Γιαννούλη δημοσιογράφου
Τι σημαίνει για τους Έλληνες «καλή» στοματική υγεία και πόσα γνωρίζουν για τους παράγοντες κινδύνου
Οι Έλληνες αξιολογούν τη στοματική τους υγεία ως καλή, άριστη και πολύ καλή σε ποσοστό άνω του 50%. Πώς εκλαμβάνουν όμως, τη στοματική υγεία οι Έλληνες πολίτες;
Οι 2 στους 3 θεωρούν ότι καλή στοματική υγεία είναι να μην πονάς, μια σαφώς εσφαλμένη κρίση από επιστημονική σκοπιά. Και μετά έπονται κριτήρια που αφορούν τη λειτουργικότητα της στοματικής κοιλότητας, όπως το «να μασάω σωστά» (52,2%), ενώ 1 στους 3 αναδεικνύει ως κριτήριο αξιολόγησης της στοματικής υγείας την αισθητική του χαμόγελου.
Αναφορικά με τις επιπτώσεις της κακής στοματικής υγείας στη γενική τους υγεία οι Έλληνες πολίτες εμφανίζονται ενημερωμένοι στη συντριπτική τους πλειοψηφία (92,4%). Κληθείς να σχολιάσει τον ρόλο που έχουν διαδραματίσει οι ενημερωτικές δράσεις της Ε.Ο.Ο και των τοπικών οδοντιατρικών Συλλόγων στην επίτευξη αυτών των υψηλών ποσοστών ενημέρωσης για την αξία και τη σημασία της στοματικής υγείας, ο Γενικός Γραμματέας της ΕΟΟ, κ. Δημήτρης Κήττας, εξέφρασε την πεποίθηση ότι η συστηματική, διαχρονική και επικεντρωμένη στις μικρότερες ηλικιακές ομάδες ενημέρωση για την αγωγή στοματικής υγείας συμβάλλει στην καλύτερη ενημέρωση των πολιτών για την αξία της φροντίδας της στοματικής υγείας.
Πόσο ενημερωμένοι είναι όμως, στην πραγματικότητα οι Έλληνες για τον αντίκτυπο στην στοματική υγεία, επιβλαβών συνηθειών, όπως το κάπνισμα ή η κατανάλωση ζάχαρης και αλκοόλ;
Η έρευνα αποκαλύπτει ότι οι Έλληνες σε ποσοστό άνω του 60% γνωρίζουν ότι το κάπνισμα και η ζάχαρη επιδρούν αρνητικά στη στοματική υγεία, αν και όπως επισημαίνει ο κ. Κήττας, υπήρχε η προσδοκία τα ποσοστά των πολιτών που αναγνωρίζουν την αρνητική επίδραση της ζάχαρης και του καπνίσματος να είναι πολύ υψηλότερα. «Αυτό που μας έκανε εντύπωση είναι ότι δεν γνωρίζουν πώς κάποια νοσήματα μπορούν να επιδράσουν στη στοματική τους υγεία», αναφέρει ο κ. Κήττας, σημειώνοντας ότι κάτω από το 50% των πολιτών γνωρίζει ότι υπάρχουν φάρμακα με ανεπιθύμητες παρενέργειες στη στοματική κοιλότητα. Παρόμοια εικόνα συναντάται και ως προς την ενημέρωση των πολιτών για τις επιπτώσεις του άγχους στη στοματική υγεία. Λιγότερο από το 50% των πολιτών θεωρεί ότι το στρες επιδρά στη στοματική υγεία.
Επιμελείς, αλλά «παραδοσιακοί» ως προς τη φροντίδα της στοματικής υγιείας
Οι Έλληνες εμφανίζονται επιμελείς ως προς τη φροντίδα της στοματικής τους υγείας, δηλώνοντας ότι βουρτσίζουν τα δόντια τους μια και δύο φορές μέσα στη μέρα σε ποσοστό άνω του 80%, αν και επιλέγουν στην συντριπτική πλειοψηφία τη χειροκίνητη οδοντόβουρτσα έναντι της ηλεκτρικής ( 73% vs 15,7%). Παράλληλα, 1 στους 3 αναφέρει ότι χρησιμοποιεί στοματικό διάλυμα κι 1 στους 4 μεσοδόντιο βουρτσάκι.
Τακτικές οι επισκέψεις στον οδοντίατρο, όχι όμως μόνο για πρόληψη
Το 75% έχει πάει στον οδοντίατρο μέσα στον τελευταίο χρόνο είτε πέντε – έξι μήνες πριν από τη μέρα που ρωτήθηκε, είτε τους τελευταίους τρεις μήνες είτε κατά τον τελευταίο μήνα. Οι πιο τυπικοί στην τήρηση των επισκέψεων για έλεγχο ρουτίνας ήταν οι πιο νέοι ( στις ηλικίες 25-34 το ποσοστό ανέρχεται σε 81% ). Στον αντίποδα, οι άνω των 65 ετών δεν δείχνουν να είναι ιδιαίτερα συνεπείς ως προς τον έλεγχο της στοματικής τους υγείας, δηλώνοντας ότι έχουν πάνω από ένα χρόνο να επισκεφθούν τον οδοντίατρο. Από αυτούς που επισκέφθηκαν τον οδοντίατρο μέσα στο τελευταίο έτος, το 60% περίπου δηλώνει ότι η επίσκεψη έγινε στο πλαίσιο τακτικού ελέγχου/καθαρισμού δοντιών. Όμως υπάρχει ένα υψηλό ποσοστό της τάξης του 30,3 % που προσήλθε στο οδοντιατρείο γιατί υπήρχε επείγουσα ανάγκη, οξύς πόνος.
Όπως μας εξηγεί ο κ. Κήττας, η εικόνα που προκύπτει από τις απαντήσεις στο ερώτημα αυτό είναι διττή, ανάλογα με το πού επιλέγει κανείς να εστιάσει. Αν σταθούμε στο 60% των ανθρώπων που επισκέπτεται τον οδοντίατρο για έλεγχο ρουτίνας, μπορούμε να είμαστε αισιόδοξοι, καθώς διαφαίνεται ότι αρχίζει να διαμορφώνεται στους κόλπους των ασθενών μια κουλτούρα προληπτικών επισκέψεων. Όμως, αυτό το 30% που εξακολουθεί να προσέρχεται στο οδοντιατρείο για να αντιμετωπίσει τον οξύ πόνο θα πρέπει να μειωθεί αισθητά, ιδανικά δε να εξαλειφθεί, για να μιλήσουμε για μια εμπεδωμένη κουλτούρα πρόληψης γύρω από την στοματική υγεία.
Αντίστοιχα, το ποσοστό των ασθενών άνω των 55 ετών που δήλωσαν ότι φορούν τεχνητή οδοντοστοιχία ανέρχεται στο 35% περίπου, ενώ το 65,2 % απάντησαν στο ίδιο ερώτημα «όχι». Αφενός αυτά τα ποσοστά είναι πολύ βελτιωμένα συγκριτικά με το παρελθόν, όμως σίγουρα υπάρχουν περιθώρια βελτίωσης, ώστε οι ασθενείς, υιοθετώντας σωστές συνήθειες φροντίδας της στοματικής υγιεινής, να μπορούν να διατηρούν για περισσότερα χρόνια τα φυσικά τους δόντια.
Το κόστος της οδοντιατρικής θεραπείας είναι «απαγορευτικό» για τον 1 στους 3 στην Αττική
Από αυτούς που δεν επισκέφθηκαν τον οδοντίατρο μέσα στο τελευταίο έτος, περίπου οι μισοί δήλωσαν ότι δεν θεωρούν ότι είχαν κάποιο πρόβλημα. Όμως για μια μερίδα των πολιτών το κόστος της οδοντιατρικής θεραπείας φαίνεται να λειτουργεί αποτρεπτικά ως προς την αναζήτηση οδοντιατρικής φροντίδας (18,9%). Τα δημογραφικά στοιχεία της έρευνας αποκαλύπτουν πως το κόστος φαίνεται να προβληματίζει κυρίως τους νέους, με τους πολίτες που ανήκουν στην ηλικιακή κατηγορία 25-34 να δηλώνουν σε ποσοστό 33,3 % αδυναμία κάλυψης του κόστους οδοντιατρικής θεραπείας. Σημαντικές διαφοροποιήσεις παρατηρούνται ως προς τα εμπόδια που θέτει το κόστος της θεραπείας και με βάση τον τόπο διαμονής των συμμετεχόντων στην έρευνα. Στην Αττική, 1 στους 3 πολίτες δηλώνει αδυναμία στο να ανταποκριθεί στο κόστος της οδοντιατρικής θεραπείας, την ίδια στιγμή που στην Κ. Μακεδονία το αντίστοιχο ποσοστό διαμορφώνεται στο 7,3%. Αλλά και στην Περιφέρεια Πελοποννήσου ένα σημαντικό μέρος του πληθυσμού επηρεάζεται από το οικονομικό υπόβαθρο της οδοντιατρικής θεραπείας (25%).
Διερευνώντας τις επιπτώσεις του οικονομικού υποβάθρου της οδοντιατρικής θεραπείας, οι πολίτες ρωτήθηκαν για το εάν η ασφαλιστική κάλυψη της οδοντιατρικής περίθαλψης θα τους ωθούσε σε πιο τακτικές επισκέψεις στο οδοντιατρείο. Η πλειοψηφία των συμμετεχόντων (60,1%) απάντησε θετικά στο συγκεκριμένο ερώτημα, επαναφέροντας για μια ακόμη φορά στο επίκεντρο της δημόσιας συζήτησης το πώς η οικονομική δυσπραγία επιδρά στη στοματική υγεία των Ελλήνων.
Τι αξιολογούν οι ασθενείς κατά την επιλογή οδοντιάτρου
Οι Έλληνες ασθενείς έχουν σταθερό οδοντίατρο τουλάχιστον τα τελευταία 3 χρόνια. Και μάλιστα πρωταθλητές σε αυτό είναι οι άνθρωποι που ανήκουν στην ηλικιακή κατηγορία 55-64, οι οποίοι αναφέρουν ότι έχουν χτίσει μια σταθερή σχέση με τον οδοντίατρό τους σε ποσοστό 91,2% . Στον αντίποδα, 1 στους 3 στην ηλικιακή ομάδα 25-34 δηλώνει ότι δεν έχει σταθερό οδοντίατρο. Ποια είναι όμως, τα κριτήρια με τα οποία οι ασθενείς αποφασίζουν να επιλέξουν τον θεράποντα με τον οποίο θα συνεργαστούν;
Όπως καταδεικνύουν τα αποτελέσματα της έρευνας, ακόμη και στην εποχή του διαδικτύου και της on-line διαφήμισης, η σύσταση από στόμα σε στόμα παίζει καθοριστικό ρόλο στην επιλογή του θεράποντος ιατρού (58,2% των ασθενών επιλέγουν οδοντίατρο με κριτήριο τη σύσταση από τον περίγυρό τους). Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει και το ποσοστό των ασθενών που επιλέγουν οδοντίατρο με βάση την οικειότητα και την ασφάλεια που αισθάνονται στο πλαίσιο της θεραπευτικής σχέσης, με το 23,5% των συμμετεχόντων να δηλώνουν ότι πηγαίνουν από μικροί στον οδοντίατρο με τον οποίο συνεργάζονται. Αντίθετα, μόλις το 4,6% φαίνεται να εμπιστεύεται το διαδίκτυο για να αποφασίσει σε ποιον οδοντίατρο θα εμπιστευθεί τη φροντίδα της στοματικής του υγείας.
Συνάρτηση της μακροχρόνιας σχέσης που οικοδομούν οι ασθενείς με τους οδοντιάτρους στους οποίους εμπιστεύονται τη φροντίδα της στοματικής τους υγείας είναι και τα μειωμένα ποσοστά άγχους που συνδέονται με τον φόβο της επίσκεψης στο οδοντιατρείο, καθώς μόνο το 25,9 % δηλώνει ότι αισθάνεται άγχος όταν πρόκειται να επισκεφθεί τον οδοντίατρό του. Αξίζει μάλιστα, να υπογραμμίσουμε ότι η συντριπτική πλειοψηφία των πολιτών (81,2%) δηλώνουν ότι η οδοντιατρική φροντίδα που τους παρέχεται από τους Έλληνες οδοντιάτρους είναι καλή ή άριστη, γεγονός που αντανακλά το επίπεδο των οδοντιατρικών υπηρεσιών στη χώρα μας.
Από αυτούς που αναφέρουν ότι νιώθουν άγχος όταν πρόκειται να επισκεφθούν τον οδοντίατρό τους, το 39,2% σημειώνει ότι το άγχος του προέρχεται από τον φόβο του πόνου κατά την οδοντιατρική θεραπεία, ενώ ένα ποσοστό της τάξης του 17,2% δηλώνει ότι το άγχος πηγάζει από τον φόβο διάγνωσης νέων προβλημάτων. Όπως επισημαίνει ο κ. Κήττας αυτό το εύρημα έχει διπλή «ανάγνωση»: αφενός μπορεί να υποδηλώνει το φόβο μπροστά στο άκουσμα μιας νέας πάθησης, αλλά μπορεί να υποκρύπτει και οικονομικό άγχος, καθώς η αποκάλυψη μιας νέας βλάβης στη στοματική κοιλότητα συνεπάγεται για τον ασθενή πρόσθετο κόστος, το οποίο μπορεί να δυσκολεύεται να καλύψει.
Για τους ασθενείς, «καλός» οδοντίατρος είναι πρωτίστως ο ιατρός που έχει ευγένεια και υπομονή (37,4%), ενώ το 26,2% των ερωτηθέντων θεωρούν ότι ένας καλός οδοντίατρος διακρίνεται από τη δυνατότητα παροχής υπηρεσίας, κατά την οποία το κόστος της θεραπείας θα αντιστοιχεί στο επίπεδο της περίθαλψης. Αυτό δεν «μεταφράζεται» σε αναζήτηση της πιο οικονομικής θεραπείας, αλλά όπως υπογραμμίζει ο κ. Κήττας, οι ασθενείς κρίνουν την παρεχόμενη περίθαλψη βασιζόμενοι στην αρχή της αναλογίας κόστους/ποιότητας. Τέλος, 1 στους 5 φαίνεται να συνδέει τις ικανότητες ενός οδοντιάτρου με την αποφυγή του πόνου κατά τη θεραπεία, εκτιμώντας ότι «καλός» οδοντίατρος είναι «αυτός που δεν με πονάει».
«Κεφάλαιο» Dentist Pass
Οι πολίτες φάνηκαν να μη γνωρίζουν στην πλειοψηφία τους (68%) για το προληπτικό πρόγραμμα Dentist Pass που αφορούσε παιδιά 6-12 ετών, αλλά κι από αυτούς που το γνώριζαν μόνο το 22,1% προχώρησε στη χρήση του. Όπως μας εξηγεί ο κ. Κήττας, δύο είναι οι βασικοί λόγοι που εξηγούν γιατί οι πολίτες δεν «αγκάλιασαν» σε μεγάλο βαθμό το πρόγραμμα. Πρώτον, το πρόγραμμα «έτρεξε» για τέσσερις μήνες, διάστημα αρκετά μικρό για να ενεργοποιηθεί η πλειονότητα των γονέων και δεύτερον -σύμφωνα και με τα δεδομένα που συνέλεξε η Κοινωνία της Πληροφορίας- το ύψος της οικονομικής ενίσχυσης που προέβλεπε το πρόγραμμα ήταν μικρό, ώστε να μην αποτελεί κίνητρο για τους γονείς να μπουν στο πρόγραμμα. Σε κάθε περίπτωση, όπως διευκρινίζει ο Γ.Γ. της ΕΟΟ για να μπορέσουν αυτές οι προληπτικές δράσεις να φέρουν αποτελέσματα, πρέπει να έχουν συνέπεια και συνέχεια στο χρόνο, γι αυτό και η ΕΟΟ επανειλημμένα έχει ζητήσει από την ηγεσία του Υπουργείου Υγείας να επαναληφθεί ή και να μονιμοποιηθεί το πρόγραμμα.
Σκιαγραφώντας το προφίλ του Έλληνα οδοντιατρικού ασθενή
Σύμφωνα με τον κ. Κήττα, ο Έλληνας οδοντιατρικός ασθενής, όπως σκιαγραφείται μέσα από την έρευνα, εμφανίζεται να είναι ενημερωμένος για την σημασία της στοματικής υγείας, άλλα όχι σε βαθμό που να υιοθετεί πλήρως συνήθειες προληπτικής οδοντιατρικής, καθώς -όπως αποτυπώνεται στην έρευνα-ένα σημαντικό ποσοστό των ασθενών αμέλησε να πάει στον οδοντίατρο τον τελευταίο χρόνο, ενώ δεν είναι επαρκώς ενημερωμένο για τον αντίκτυπο που μπορεί να έχουν επιβλαβείς συνήθειες όπως η κατανάλωση ζάχαρης και αλκοόλ ή το κάπνισμα στην στοματική του υγεία.
Ο Έλληνας οδοντιατρικός ασθενής εμπιστεύεται τον οδοντίατρο από σύσταση και αισθάνεται λιγότερο άγχος κατά την επίσκεψη σε σχέση με παλιότερες εποχές. Αναλαμβάνει το οικονομικό βάρος της θεραπείας για να αντιμετωπίσει πρωτίστως λειτουργικά προβλήματα (καλή μάσηση, απουσία πόνου), αλλά η συμμετοχή των ασφαλιστικών ταμείων θα τον οδηγούσε συχνότερα στην καρέκλα του οδοντιατρείου.
Τέλος, για τους Έλληνες οδοντιατρικούς ασθενείς η υιοθέτηση της προληπτικής οδοντιατρικής και της προσέγγισης διατήρησης των υγιών δοντιών στη στοματική κοιλότητα (κι όχι εξαγωγών όπως γινόταν παλαιότερα) αποδίδει συγκριτικά με προηγούμενες δεκαετίες, καθώς μόλις το 1/3 των ασθενών άνω των 55 ετών φέρει πλέον μερική ή ολική οδοντοστοιχία. Παράλληλα, η προσφερόμενη οδοντιατρική περίθαλψη το 2024 φαίνεται ότι βρίσκεται σε ικανοποιητικό, αν όχι σε υψηλό επίπεδο, καθώς οι ασθενείς προσέρχονται στην πλειοψηφία τους χωρίς άγχος στο οδοντιατρείο και κρίνουν ότι η θεραπεία τους ήταν σε υψηλό ποσοστό καλή ή άριστη.
Συζήτηση σχετικά με αυτό το άρθρο