Μια νέα έρευνα έρχεται να ρίξει φως στο σύνδρομο της καυσαλγίας στόματος (Burning mouth syndrome – BMS), ανοίγοντας το δρόμο για καλύτερη διάγνωση και θεραπεία.“Η ελπίδα μας είναι ότι τα νέα ευρήματα θα συμβάλλουν στην ανάπτυξη αντικειμενικών διαγνωστικών κριτηρίων και αποτελεσματικής εξατομικευμένης θεραπείας, τα οποία λείπουν σήμερα”, ανέφερε χαρακτηριστικά η Shikha Acharya, η οποία έχει διδακτορικό στην στοματική μικροβιολογία και ανοσολογία από το Institute of Odontology της Ακαδημίας Sahlgrenska.
Το Σύνδρομο καύσου στο στόμα (BMS) είναι ένα σύνδρομο χρόνιου πόνου στην στοματική κοιλότητα που επηρεάζει περίπου το 4% του σουηδικού πληθυσμού. Αυτή η χρόνια κατάσταση επηρεάζει κυρίως τις ηλικιωμένες γυναίκες, καθώς και τις γυναίκες μέσης ηλικίας.
Ο πόνος βιώνεται ως αίσθημα καψίματος ή τσιμπήματος. Η γλώσσα είναι πιο συχνά προσβεβλημένη, αλλά μπορεί να επηρεαστεί και ο ουρανίσκος, τα χείλη και τα ούλα. Άλλα κοινά συμπτώματα περιλαμβάνουν ξηροστομία και αλλοιωμένη αίσθηση γεύσης, όπως πικρή ή μεταλλική γεύση στο στόμα.
Προκειμένου να αξιολογηθεί το πώς βιώνουν οι ασθενείς τα συμπτώματα του ΒΜS στην καθημερινότητά τους, χρησιμοποιήθηκε μια οπτική αναλογική κλίμακα (VAS), όπου το 0 αντιστοιχεί στο “καθόλου δύσκολο” και το 100 είναι “αφόρητο”. Η μέση απάντηση είναι 66, σύμφωνα με τα αποτελέσματα της έρευνας, που στηρίζονται στις απαντήσεις 56 γυναικών με BMS.
Παράλληλα στην έρευνά της, η Shikha Acharya συνδέει κλινικά ευρήματα και αυτοαναφερόμενα ευρήματα από τα ερωτηματολόγια ασθενών με BMS σχετικά με τα συμπτώματα και το ιστορικό τους (άλλες ασθένειες, χρήση φαρμάκων κλπ.) μαζί με παράγοντες που σχετίζονται με το σάλιο. Τα αποτελέσματα έχουν συγκριθεί με ομάδα ελέγχου με βάση το φύλο και την ηλικία.
Καταγράφηκε ότι το 45% των ασθενών με BMS έχουν μια αλλοιωμένη αίσθηση γεύσης. Συνολικά, το 73% βίωνε πόνο που έμοιαζε με κάψιμο ή τσίμπημα ή συνδυασμό των δύο, αλλά ταυτόχρονα συνυπήρχαν τσούξιμο και μούδιασμα.
Εκτός από τα συμπτώματα που συνδέoνται με το BMS, οι ασθενείς αυτοί έχουν υψηλότερη συχνότητα εμφάνισης άλλων τύπων ασθενειών, χρησιμοποιούν περισσότερα φάρμακα, είναι πιο επιρρεπείς στο τρίξιμο των δοντιών τους και αναφέρουν περισσότερες αλλεργίες από την ομάδα ελέγχου. Ωστόσο, πιο προηγμένες αναλύσεις δείχνουν ότι το BMS συνδέθηκε έντονα με αυτοαναφερόμενες δερματικές παθήσεις και υποκειμενική αίσθηση ξηρότητας του στόματος. Παρομοίως, οι πρωτεΐνες βλεννίνης στο σάλιο ασθενών με BMS μεταβάλλονται και περιέχουν μικρότερες ποσότητες υδατανθρακικών δομών που επηρεάζουν το ανοσοποιητικό σύστημα της στοματικής κοιλότητας.
Η διατριβή της αποτελεί μέρος ενός ευρύτερου ερευνητικού έργου που στοχεύει στην εξεύρεση ενός μοντέλου για το BMS που μπορεί να διευκολύνει τη διάγνωση και τη θεραπεία στο μέλλον. Τα νέα κομμάτια του παζλ βοηθούν στον χαρακτηρισμό της ασθένειας και του επίμονου πόνου στο στόμα που συνδέεται με αυτήν.“Είναι σημαντικό επειδή οι πάσχοντες ασθενείς συχνά αισθάνονται ότι το περιβάλλον τους και οι επαγγελματίες υγείας αμφιβάλλουν για την ασθένειά τους”, σημειώνει η ερευνήτρια, σχολιάζοντας τη σπουδαιότητα των νέων ευρημάτων.
*Πηγή: sahlgrenska.gu.se
Συζήτηση σχετικά με αυτό το άρθρο