Για την κλιματική αλλαγή και την κλιματική κρίση γίνεται δυστυχώς πια πολύς λόγος, αφού οι φυσικές καταστροφές σε διάφορα μέρη του πλανήτη είναι όλο και πιο συχνές. Η Ελλάδα έχει επίσης «πληρώσει» πολύ ακριβά τα τελευταία χρόνια τις συνέπειές τους. Το πώς μπορεί να αναχαιτιστεί, είναι κάτι που συζητείται εδώ και πολλά χρόνια. Τελευταία σύνοδος κορυφής για το κλίμα ήταν η COP 28, που πραγματοποιήθηκε στο Ντουμπάι τον περασμένο Δεκέμβριο. Στη σύνοδο συμμετείχε και ο οδοντίατρος κ. Νίκος Πέτρου, Πρόεδρος της Ελληνικής Εταιρίας Προστασίας της Φύσης και Αντιπρόεδρος του διεθνούς οργανισμού Foundation for Environmental Education, ο οποίος μοιράζεται μέσα από άρθρο του στο «Ο.Β.» τους προβληματισμούς του, παλαιότερα αλλά και τα τελευταία δεδομένα για την κλιματική αλλαγή και την υπερθέρμανση του πλανήτη. Αναφέρεται επίσης στους στόχους που έχουν συμφωνηθεί για το κλίμα, αλλά και στα «καμπανάκια» των επιστημόνων, ώστε όλοι να ευαισθητοποιηθούμε.
Κλιματική αλλαγή
Οι κλιματικές συνθήκες στη Γη καθορίζονται από τη συνεχή ροή θερμικής ενέργειας από τον Ήλιο. Ένα μέρος αυτής της ενέργειας διαπερνά την ατμόσφαιρα και φτάνει στην επιφάνειά της. Όσο αυξάνει η θερμοκρασία της επιφάνειάς της, η Γη επιστρέφει θερμότητα πίσω στην ατμόσφαιρα με τη μορφή υπέρυθρης ακτινοβολίας. Τμήμα αυτής της ακτινοβολίας ανακλάται από αέρια στην ατμόσφαιρα, γνωστά ως αέρια του θερμοκηπίου, και επιστρέφει στη Γη. Η ενέργεια που επιστρέφει αντιστοιχεί περίπου στο 5% της προσπίπτουσας ηλιακής ακτινοβολίας.
Με αυτή την παγίδευση ενέργειας, η μέση θερμοκρασία του πλανήτη διατηρείται περίπου στους 15°C, επίπεδο που είναι απαραίτητο για τους ανθρώπους, τα φυτά και τα ζώα. Χωρίς τα αέρια του θερμοκηπίου, η θερμοκρασία θα έπεφτε στους -18°C, και η Γη θα ήταν αφιλόξενη για τις περισσότερες μορφές ζωής. Τα αέρια του θερμοκηπίου είναι οι υδρατμοί, το διοξείδιο του άνθρακα (CO2), το μεθάνιο (CH4), το όζον (Ο3), το υποξείδιο του αζώτου (Ν2Ο) και διάφορα φθοριούχα αέρια (CFCs και HFCs). Τα περισσότερα υπάρχουν στη φύση, όμως οι ανθρώπινες δραστηριότητες έχουν ως αποτέλεσμα την αύξηση των συγκεντρώσεων κάποιων από αυτά στην ατμόσφαιρα. Μέτρο σύγκρισης για τη συνεισφορά των διαφόρων αερίων στην αύξηση της θερμοκρασίας είναι το CO2, γι’ αυτό και σε όλα τα κείμενα για την κλιματική αλλαγή θα δείτε αναφορές σε «ισοδύναμο CO2», «ανθρακικό αποτύπωμα», «απανθρακοποίηση» κ.λπ. Οι εκπομπές μετρούνται σε ισοδύναμο γιγατόνων διοξειδίου του άνθρακα (GtCO2e).
Με τον όρο κλιματική αλλαγή αναφερόμαστε σε στατιστικά σημαντικές διακυμάνσεις στις μέσες παραμέτρους του κλίματος, ή στη μεταβλητότητά του, σε βάθος δεκαετιών, αιώνων ή και χιλιετιών. Οι κλιματικές μεταβολές μπορεί να οφείλονται σε φυσικές διαδικασίες, όπως οι μετακινήσεις των ηπείρων, οι ηφαιστειακές εκρήξεις, οι μεταβολές της ηλιακής δραστηριότητας και οι ανωμαλίες στην κίνηση της Γης, αλλά και σε ανθρώπινες δραστηριότητες που τροποποιούν τη σύνθεση της ατμόσφαιρας.
Οι άνθρωποι επηρέαζαν από τα αρχαία χρόνια το κλίμα και τη θερμοκρασία της Γης με την καταστροφή των δασών και την κτηνοτροφία, όμως με πολύ μικρή επίδραση. Μετά την έναρξη της βιομηχανικής επανάστασης (1840-1860), η καύση ορυκτών καυσίμων προσθέτει τεράστιες ποσότητες αερίων του θερμοκηπίου, κυρίως CO2, στην ατμόσφαιρα, εντείνοντας το φαινόμενο και προκαλώντας υπερθέρμανση του πλανήτη. Οι παγκόσμιες εκπομπές έχουν εκτοξευθεί μετά το 1950 με την αλλαγή των οικονομικών, αναπτυξιακών και παραγωγικών προτύπων που βασίζονται, κατά κύριο λόγο, στα ορυκτά καύσιμα.
Αν και το φαινόμενο του θερμοκηπίου ήταν ήδη γνωστό από τα τέλη του 19ου αιώνα, επιστημονικά δεδομένα ότι οι ανθρωπογενείς δραστηριότητες επιταχύνουν την άνοδο της μέσης θερμοκρασίας του πλανήτη παρουσιάστηκαν στα μέσα της δεκαετίας του 1980. Αξίζει να αναφέρουμε ότι, από την πρώτη στιγμή μέχρι και σήμερα, η βιομηχανία ορυκτών καυσίμων αμφισβητεί αυτά τα στοιχεία, ξοδεύοντας τεράστια ποσά σε εκστρατείες παραπληροφόρησης του κοινού.
Το 1988, τα Ηνωμένα Έθνη συγκρότησαν τη Διακυβερνητική Επιτροπή για την Κλιματική Αλλαγή (Intergovernmental Panel on Climate Change – IPCC), ένα διεθνές επιστημονικό σώμα που μελετά την κλιματική αλλαγή και παρέχει τακτικές αξιολογήσεις.
Το 1992, κατά τη διάρκεια της Συνόδου Κορυφής για το Περιβάλλον και την Ανάπτυξη στο Ρίο ντε Τζανέιρο, δημιουργήθηκε η Σύμβαση-Πλαίσιο των Ηνωμένων Εθνών για την Κλιματική Αλλαγή (United Nations Framework Convention on Climate Change – UNFCCC), το πρώτο διεθνές μέτρο με το οποίο επιδιώχθηκε να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα. Την υπέγραψαν 154 χώρες και η Ευρωπαϊκή Ένωση. Η Ελλάδα την επικύρωσε to 1994. Η UNFCCC συγκαλεί ετήσιες Διασκέψεις των Μερών (Conference of Parties – COP), στις οποίες λαμβάνονται αποφάσεις που είναι απαραίτητες για την αποτελεσματική εφαρμογής της. Η COP 1 έγινε στο Βερολίνο, το 1995.
Έκτοτε, η επιστήμη έχει τεκμηριώσει απόλυτα ότι η υπερθέρμανση του πλανήτη σε σχέση με την προβιομηχανική εποχή οφείλεται στις ανθρωπογενείς δραστηριότητες, με κυρίαρχη την καύση ορυκτών καυσίμων. Ως «επίπεδο της προβιομηχανικής εποχής» ορίζεται ο μέσος όρος θερμοκρασίας της περιόδου 1850-1900. Ποσοστιαία οι κύριες πηγές αερίων του θερμοκηπίου είναι η παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας (25%), οι χρήσεις γης και η παραγωγή τροφής, ιδιαίτερα κρέατος (24%), η βιομηχανία (21%), οι μεταφορές (14%), τα κτίρια (6%) και άλλες δραστηριότητες (10%).
Το 2014, η ΙPCC παρουσίασε διάφορα σενάρια αύξησης των συγκεντρώσεων του CO2 μέχρι το 2100, τα οποία εξαρτώνται από τον όγκο των εκπομπών. Το καλύτερο οδηγεί σε αύξηση της μέσης θερμοκρασίας του πλανήτη κατά 1,1-1,7°C, τα ενδιάμεσα σε αύξηση περίπου 2-3°C και το χειρότερο σε αύξηση πάνω από 4,5°C.
Το 2015, στο Παρίσι, οι χώρες που συμμετείχαν στην COP 21 προχώρησαν σε μια συμφωνία που χαρακτηρίστηκε ως «ένα τεράστιο βήμα για την ανθρωπότητα». Η Συμφωνία του Παρισιού ζητούσε από τις χώρες να λάβουν μέτρα για «να διατηρηθεί η αύξηση της μέσης παγκόσμιας θερμοκρασίας του πλανήτη ως το 2100 αρκετά κάτω από τους 2°C και ιδανικά στον 1,5°C σε σχέση με επίπεδο της προβιομηχανικής εποχής». Στη συνέχεια, οι χώρες υπέβαλαν ολοκληρωμένα εθνικά σχέδια δράσης για τη μείωση των εκπομπών τους, τις «Εθνικά Καθορισμένες Προθέσεις Συνεισφοράς» (Intended Nationally Determined Contributions – NDCs).
Υπάρχει πλέον ευρύτατη συναίνεση για τις αιτίες της υπερθέρμανσης του πλανήτη, οι συνέπειες της οποίας επηρεάζουν τα δάση, τους ωκεανούς, τη βιόσφαιρα, την ανθρώπινη υγεία και ευημερία, το νερό, τα τρόφιμα, την οικονομία, τους παραγωγικούς τομείς, τις υποδομές και την ασφάλεια. Οι απειλές για την οικολογική, οικονομική και κοινωνική σταθερότητα του πλανήτη θα αυξηθούν σημαντικά όσο δεν υλοποιούνται αποτελεσματικά μέτρα μετριασμού (mitigation), δηλαδή περιορισμού των εκπομπών, και προσαρμογής (adaptation), δηλαδή πρόληψης και αντιμετώπισης των επιπτώσεων.
Ο όρος «κλιματική κρίση» χρησιμοποιείται τα τελευταία χρόνια για να περιγράψει την απειλή για την ανθρωπότητα και τον πλανήτη και για να προτρέψει σε ανάληψη κλιματικής δράσης σε όλα τα επίπεδα. Στο περιοδικό BioScience, στο ιστορικό άρθρο του Ιανουαρίου 2020, το οποίο υποστήριξαν περισσότεροι από 11.000 επιστήμονες παγκοσμίως, αναφέρεται ότι «η κλιματική κρίση είναι εδώ» και ότι «απαιτείται μια τεράστια αύξηση της κλίμακας των προσπαθειών όλων μας για τη διατήρηση της βιόσφαιράς μας, προκειμένου να αποφευχθεί η ανείπωτη δυστυχία που θα προκληθεί λόγω αυτής».
Που βρισκόμαστε σήμερα;
Για δεκάδες χιλιάδες χρόνια πριν τη βιομηχανική επανάσταση η συγκέντρωση CO2 στην ατμόσφαιρα παρέμεινε σταθερή γύρω στα 280 ppm. Τον 19ο αιώνα άρχισε να αυξάνεται και το 2017 η ελάχιστη συγκέντρωση CO2 ξεπέρασε για πρώτη φορά τα 400 ppm. To 2023 το CO2 στην ατμόσφαιρα έφτασε τα 424 ppm. Αξίζει να αναλογιστούμε ότι με συγκεντρώσεις 300-400 ppm, πριν 3 εκ. χρόνια, η θερμοκρασία του πλανήτη ήταν υψηλότερη κατά 3°C και η στάθμη των θαλασσών υψηλότερη κατά 15-25 μέτρα.
Η ποσότητα άνθρακα που καταλήγει κάθε χρόνο στην ατμόσφαιρα προστίθεται στις προϋπάρχουσες, αυξάνοντας την περιεκτικότητα σε CO2, που τελικά καθορίζει την αύξηση της θερμοκρασίας. Το 2018, η αναφορά της IPCC υπολόγιζε το διαθέσιμο «υπόλοιπο» εκπομπών για να διατηρήσουμε την αύξηση κάτω από 1,5°C ως το τέλος του αιώνα μας σε λιγότερο από 500 GtCO2e. Με τα δεδομένα της εποχής, δηλαδή ετήσιες εκπομπές γύρω στους 42 GtCO2e, εκτιμήθηκε ότι υπήρχε περιθώριο περίπου μιας δεκαετίας για λήψη μέτρων δραστικής περικοπής των εκπομπών ώστε να μην ξεπεραστεί ο 1,5°C. Γι’ αυτό και το 2030 ήταν το πρώτο ορόσημο των πολιτικών και των συμφωνιών της διεθνούς κοινότητας για σημαντικό περιορισμό των εκπομπών, με δεύτερο το 2050, όταν θα πρέπει να έχουμε καταλήξει σε μηδενικό ισοζύγιο εκπομπών.
Πρόσφατα στοιχεία της IPCC δείχνουν ότι ο διαθέσιμος προϋπολογισμός άνθρακα έχει μειωθεί σε 380 GtCO2e, ενώ οι εκπομπές αντί να μειώνονται αυξάνονται, καταγράφοντας νέο ρεκόρ (57,4 GtCO2e) το 2022, με αύξηση 1,2% από το 2021. Στην έκθεση του ΟΗΕ για τις παγκόσμιες εκπομπές, που δημοσιεύτηκε τον Νοέμβριο του 2023, υπολογίζεται ότι, με τα σημερινά δεδομένα, ακόμη κι αν όλες οι χώρες τηρήσουν στο ακέραιο όλες τις κλιματικές τους δεσμεύσεις, κάτι εξαιρετικά αμφίβολο, η αύξηση το 2100 θα φτάσει τους 2,4-2,9°C.
Για να διατηρήσουμε την αύξηση στους 2°C θα χρειαστεί να περικόψουμε τις παγκόσμιες εκπομπές κατά 28% συνολικά ως το 2030 και για να μείνουμε στο μονοπάτι του 1,5°C κατά 42% συνολικά. Ενδεικτικά, η μόνη χρονιά που είχαμε μείωση των εκπομπών τέτοιου επιπέδου ήταν το 2020, όταν η πανδημία του Covid-19 επέβαλε τους τεράστιους παγκόσμιους περιορισμούς στην παραγωγική διαδικασία, στις μετακινήσεις, στις μεταφορές κ.λπ. Και για τις δύο περιπτώσεις απαιτείται άμεση ριζική αναδιάρθρωση των εθνικών κλιματικών δεσμεύσεων και δραστικά μέτρα προσαρμογής που μπορούν να προέρθουν μόνον μέσα από μακροπρόθεσμη, δομική αναπροσαρμογή της παγκόσμιας οικονομίας.
Φυσικά, στους υπολογισμούς αυτούς υπάρχει κάποιος βαθμός αβεβαιότητας, λόγω της αδυναμίας απόλυτης πρόβλεψης της συμπεριφοράς των κλιματικών συστημάτων με τόσο σημαντικές μεταβολές. Το ανησυχητικό είναι ότι οι εξελίξεις των τελευταίων ετών δείχνουν πως η αλλαγή μάλλον επιταχύνεται.
Τι σημαίνει αύξηση κατά 1,5°C;
Ο αριθμός αυτός πρωτοεμφανίστηκε στη Συμφωνία του Κανκούν (2010) ως ένα εφικτό όριο αύξησης της μέσης παγκόσμιας θερμοκρασίας που θα μπορούσε να περιορίσει τις καταστροφικότερες συνέπειες της κλιματικής αλλαγής. Μετά τη Συμφωνία του Παρισιού έγινε ο πήχης με τον οποίο μετράμε όλες τις προσπάθειές αντιμετώπισής της.
Δεν πρέπει όμως να φανταζόμαστε ότι, αν κατορθώσουμε να συγκρατήσουμε την υπερθέρμανση στον 1,5°C, θα επιστρέψουμε στις κλιματικές συνθήκες των αρχών του 21ου αιώνα. Πυρκαγιές σαν αυτές στον Έβρο και τη Ρόδο το 2023, κακοκαιρίες σαν τον Ιανό και τον Daniel, καύσωνες και ακαρπίες των ελαιόδεντρων θα είναι από εδώ και πέρα αναπόσπαστα κομμάτια της ζωής μας, της νέας μας καθημερινότητας και «κανονικότητας».
Ενδεικτικά, ακραίοι καύσωνες που είχαν συχνότητα δεκαετίας θα εμφανίζονται 4-5 φορές τη δεκαετία, οι πολύ θερμές ημέρες θα αυξηθούν κατά 16% ετησίως και το ποσοστό του παγκόσμιου πληθυσμού που είναι εκτεθειμένο σε ακραίο καύσωνα κάθε 5 χρόνια θα αυξηθεί κατά 14% (6-7 φορές, 25% και 37% αντίστοιχα αν φτάσουμε τους 2°C). Στη βόρεια Αφρική, η μέση περίοδος ξηρασίας θα επιμηκυνθεί κατά 7 μήνες (κατά 20 μήνες στους 2°C) και στην ανατολική Αφρική περίπου 6 εκατομμύρια περισσότεροι άνθρωποι θα υποφέρουν από λειψυδρία (22 εκατομμύρια στους 2°C). Η στάθμη της θάλασσας θα ανέβει μέχρι το τέλος του αιώνα κατά περίπου 40cm (ενδεχομένως έως και 1 μέτρο στους 2°C), επηρεάζοντας δεκάδες ή και εκατοντάδες εκατομμύρια ανθρώπους σε παράκτιες ζώνες.
Θα χαθεί το 75% των κοραλλιών του πλανήτη (99% στους 2°C). Οι πάγοι στην Αρκτική θα εξαφανίζονται τελείως το καλοκαίρι μια φορά κάθε περίπου 20 χρόνια (κάθε 5 χρόνια στους 2°C). Περίπου το 6% των εντόμων, που ήδη βρίσκονται σε κατάρρευση, θα χάσει τουλάχιστον το 50% της κατανομής του (18% στους 2°C), ενώ το αντίστοιχο ποσοστό για τα σπονδυλωτά είναι 4% (8% στους 2°C) και για τα φυτά 8% (16% στους 2°C). Η αλιευτική παραγωγή θα μειωθεί κατά 1,5 εκ. τόνους (κατά 3 εκ. τόνους στους 2°C) και η αγροτική παραγωγή στους τροπικούς κατά 4% (9% στους 2°C).
Το κόστος των κλιματικών καταστροφών (απώλειες ζωών και καταστροφές υποδομών) την εικοσαετία 2000-2019 υπολογίζεται σε 143 δισ. δολάρια ετησίως ή 391 εκατομμύρια δολάρια την ημέρα(!). Το κόστος αυτό θα εκτιναχθεί εκθετικά αν ξεπεράσουμε τους 2°C. Πέρα από τις απώλειες ζωών από κυκλώνες, πλημμύρες, πυρκαγιές και καύσωνες, τα ακραία φαινόμενα υποσκάπτουν την επισιτιστική ασφάλεια, καταστρέφουν υποδομές υγείας στερώντας την πρόσβαση σε αυτές, αυξάνουν τον κίνδυνο επιδημιών και πλήττουν τις φτωχότερες και λιγότερο ικανές να ανταπεξέλθουν ομάδες πληθυσμού και χώρες. Αυτό αναμένεται να οδηγήσει σε σημαντικά αυξημένες ροές κλιματικών προσφύγων.
Επίσης, υπάρχει μεγάλη ανησυχία για την ενδεχόμενη επιτάχυνση και ανατροφοδότηση των κλιματικών φαινομένων από τα αποσταθεροποιημένα συστήματα του πλανήτη. Για παράδειγμα, η αυξανόμενη πιθανότητα μαζικών εκπομπών CO2 από τις μεγαπυρκαγιές που εμφανίζονται με ολοένα μεγαλύτερη συχνότητα, ή μεθανίου από το λιώσιμο του μόνιμα παγωμένου εδάφους της Αρκτικής, μπορεί να επιταχύνει τον ρυθμό αύξησης της θερμοκρασίας και να εκτροχιάσει τις προσπάθειες περιορισμού της.
Η επιστήμη αφήνει περιθώρια αισιοδοξίας καθώς υπάρχουν πλέον οικονομικά βιώσιμες τεχνολογίες και λύσεις, σε όλους τους τομείς, για να επιτευχθούν οι στόχοι της Συμφωνίας του Παρισιού. Όμως, η διεθνής πολιτική και οικονομική ηγεσία κινείται τρομακτικά αργά. Έτσι, ακόμη και με τις πιο αισιόδοξες εκτιμήσεις, η πιθανότητα να μην ξεπεράσουμε τον 1,5°C έχει μειωθεί σήμερα σε μόλις 14%.
Tι περιμένουμε από τη διεθνή κοινότητα;
Ο Γενικός Γραμματέας του ΟΗΕ Αντόνιο Γκουτέρες δήλωσε στην COP28 πως «…είναι ακόμη εφικτό να επιτύχουμε το όριο του 1,5°C. Χρειάζεται όμως να ξεριζώσουμε τη δηλητηριώδη ρίζα της κλιματικής αλλαγής, τα ορυκτά καύσιμα, και να διασφαλίσουμε την ισότιμη και δίκαιη μετάβαση σε ανανεώσιμη ενέργεια».
Πράγματι, κυρίαρχη σημασία για την επίτευξη των κλιματικών στόχων της Συμφωνίας του Παρισιού έχει η σταδιακή απεξάρτηση από όλα τα ορυκτά καύσιμα έως το 2050 με παράλληλη κατάργηση των επιδοτήσεων της βιομηχανίας ορυκτών καυσίμων και αύξηση της ενεργειακής αποδοτικότητας.
Κρίσιμη είναι και η αναθεώρηση των εθνικών κλιματικών στόχων όλων των χωρών που είναι πλέον ξεπερασμένοι από τα γεγονότα και αναποτελεσματικοί, καθώς και η διαμόρφωση ενός πλαισίου παγκόσμιων στόχων για την προσαρμογή στις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής. Αν και η προσαρμογή αναφέρεται στη Συμφωνία του Παρισιού, ως τώρα σχεδόν όλες οι πολιτικές και δράσεις αφορούν τον περιορισμό των εκπομπών. Άμεσα συνδεδεμένες είναι και η στήριξη των αναπτυσσόμενων χωρών, που αντιμετωπίζουν τεράστιες οικονομικές και κοινωνικές απώλειες λόγω από πρακτικές των αναπτυγμένων, και η κλιματική δικαιοσύνη, καθώς οι φτωχότερές χώρες σηκώνουν δυσανάλογο βάρος από τις κλιματικές επιπτώσεις.
Καθοριστικό ρόλο φυσικά παίζει η διασφάλιση σταθερής, δίκαιης και επαρκούς χρηματοδότησης και η μόχλευση κεφαλαίων για την αναδιάρθρωση του παγκόσμιου οικονομικού και παραγωγικού μοντέλου, που είναι τα βαθύτερα αίτια της κλιματικής κρίσης.
Το κλειδί για όλα αυτά, που όμως λείπει διαχρονικά, είναι η πολιτική βούληση. Δυστυχώς, η ανταπόκριση της παγκόσμιας κοινότητας στην κλιματική κρίση υστερεί σημαντικά, σε μέγεθος, φιλοδοξία και ταχύτητα σε σχέση με τις επιπτώσεις της, έτσι οι κίνδυνοι για την ανθρώπινη υγεία και ευημερία, το κόστος για την κοινωνία και την οικονομία και η απώλεια βιοποικιλότητας μεγεθύνονται καθημερινά και το παράθυρο ευκαιρίας συνεχώς μικραίνει.
Την πρώτη εβδομάδα του περασμένου Δεκεμβρίου συμμετείχα στην COP28, στο Ντουμπάι. Παρά κάποια σημαντικά βήματα, όπως το Πρωτόκολλο του Κυότο (1997) και η Συμφωνία του Παρισιού, η ιστορία των COPs χαρακτηρίζεται από ατολμία, πρόταξη των εθνικών συμφερόντων, συμβιβασμούς και υποχωρήσεις στις πιέσεις των ισχυρών, των μεγάλων ρυπαντών και των εταιρειών ορυκτών καυσίμων και από μακρά σειρά χαμένων ευκαιριών να αντιμετωπιστεί ουσιαστικά η κλιματική αλλαγή.
Και η COP28 δεν ήταν διαφορετική. Κάποιοι την χαρακτήρισαν «ιστορική», γιατί το τελικό της κείμενο αναγνωρίζει, έστω και για πρώτη φορά σε 28 χρόνια(!), την πραγματική αιτία του προβλήματος, και τονίζει την ανάγκη «μετάβασης από τα ορυκτά καύσιμα», αλλά και για τις πολλές νέες συμφωνίες, όπως το Ταμείο Απώλειών και Ζημιών το οποίο ζητούσαν οι φτωχότερες χώρες εδώ και δεκαετίες, o Παγκόσμιος Στόχος για την Προσαρμογή, η Διακήρυξη για το Κλίμα και την Υγεία, ο Παγκόσμιος Οδικός Χάρτης για την αντιμετώπιση της πείνας και του υποσιτισμού, κ.ά.
Στην πραγματικότητα όμως η προτροπή για «μετάβαση από τα ορυκτά καύσιμα» είναι αδύναμη και γεμάτη «παραθυράκια» για την πετρελαϊκή βιομηχανία (που συμμετείχε στη Διάσκεψη με 2.456 λομπίστες!), παρά τις μεγαλόστομες εξαγγελίες το ποσό που συγκεντρώθηκε για το Ταμείο Απώλειών και Ζημιών είναι λιγότερο από 800 εκ. δολάρια και ωχριά μπροστά στις πραγματικές ανάγκες που υπολογίζονται κατ’ ελάχιστο σε 100 δισ. ετησίως, o Στόχος για την Προσαρμογή είναι ασαφής και χωρίς δείκτες για την παρακολούθηση και αξιολόγηση της προόδου, οι παρεμβάσεις της βιομηχανίας τροφίμων εμπόδισαν αναφορές στο τελικό κείμενο του Οδικού Χάρτη για την πείνα σχετικά με τον περιορισμό χρήσης ορυκτών καυσίμων, τα αγροχημικά και τη βιομηχανική κτηνοτροφία, ενώ αυτά που γενικότερα συμφωνήθηκαν και πάλι δεν έχουν δεσμευτικό χαρακτήρα ούτε εφαρμοστικούς μηχανισμούς και η υλοποίησή τους εξαρτάται, εν τέλει, από τις προτεραιότητες των εμπλεκομένων μερών.
Επίσης, κατά τη συνήθη τακτική, αν και στο τελικό κείμενο αναφέρεται ότι θα χρειαστούν τρισεκατομμύρια δολάρια σε επενδύσεις για καθαρή ενέργεια και για την αποκατάσταση ζημιών, δεν υπάρχει καμία πρόβλεψη για το πότε, πως και από που θα βρεθούν αυτοί οι πόροι και πως θα κατανεμηθούν, ούτε φυσικά κάποια δέσμευση των χωρών. Και χωρίς χρήματα στο τραπέζι, τα πολλά λόγια είναι φτώχια!
Και τώρα;
Σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα στοιχεία του Copernicus, το 2023 ήταν το θερμότερο έτος των τελευταίων 125.000 ετών, με μέση ετήσια θερμοκρασία 1,32°C υψηλότερη από την προβιομηχανική εποχή (αύξηση σχεδόν 0,2°C από το 2020), ο Σεπτέμβριος του 2023 ήταν ο θερμότερος μήνας που έχει καταγραφεί ποτέ με θερμοκρασία αυξημένη κατά 1,8°C, μέσα στο 2023 καταγράφηκαν 86 ημέρες με θερμοκρασία αυξημένη κατά 1,5°C, στην Αρκτική η αύξηση της μέσης θερμοκρασίας πλησίασε τους 3°C και, στις 17 Νοεμβρίου, η αύξηση της μέσης παγκόσμιας θερμοκρασίας έσπασε, για πρώτη φορά, το όριο των 2°C. Η τάση είναι σαφής και όλες οι προβλέψεις κατατείνουν ότι το 2024 θα είναι ακόμη θερμότερο, ιδιαίτερα αν συνυπολογίσουμε και το φαινόμενο Ελ Νίνιο που βρίσκεται σε εξέλιξη.
Αν η αύξηση φτάσει τους 2,4-2,9°C, όπως εκτιμά η έκθεση του ΟΗΕ, τμήματα του πλανήτη, ιδιαίτερά στις τροπικές και υποτροπικές περιοχές, θα είναι μη βιώσιμα λόγω ακραίας ζέστης για μεγάλο μέρος του έτους, η βιοποικιλότητα θα καταρρεύσει, η επισιτιστική ασφάλεια και η επάρκεια νερού θα είναι άγνωστες έννοιες για μεγάλο μέρος του παγκόσμιου πληθυσμού, τα καιρικά φαινόμενα θα ξεπερνούν την αντοχή των περισσότερων υποδομών και το κόστος απωλειών και αποκατάστασης θα ξεπερνά τις δυνατότητες και των ισχυρότερων οικονομιών.
Ας ελπίσουμε ότι οι κλιματικές καταστροφές της φετινής χρονιάς θα γίνουν ο τόσο απαραίτητος «κώδωνας του κινδύνου», γιατί ακόμη κλείνουμε τα μάτια και τα αυτιά μας και αρνούμαστε να αποδεχτούμε ότι αυτή είναι μια υπαρκτή πιθανότητα για το μέλλον μας.
Η κλιματική δράση δεν είναι υπόθεση μόνο των κυβερνήσεων και των ισχυρών του κόσμου, αλλά όλων μας!
Συζήτηση σχετικά με αυτό το άρθρο