Η αποτίμηση ενός οδοντιατρείου αποτυπώνει την πραγματική οικονομική κατάσταση της ατομικής επιχείρησης και συμβάλλει στη λήψη ορθών αποφάσεων σε περιπτώσεις που σχεδιάζεται η περαιτέρω ανάπτυξή της, η συνεργασία με άλλους συναδέλφους, ή η μεταβίβασή της. O Δρ. Ανδρέας E. Καραμούζος αναλύει τους ποιοτικούς και ποσοτικούς παράγοντες που επηρεάζουν την οικονομική αξία ενός οδοντιατρείου, προσφέροντας παράλληλα μια επισκόπηση των βασικότερων μοντέλων αποτίμησης που χρησιμοποιούνται διεθνώς.
Η οικονομική αποτίμηση ενός οδοντιατρείου προϋποθέτει εξειδικευμένες χρηματοοικονομικές γνώσεις και πραγματοποιείται από ειδικούς επιστήμονες με τη χρήση κατάλληλων μεθόδων, που λαμβάνουν υπόψη όλες τις ποσοτικές και ποιοτικές παραμέτρους που δημιουργούν ή/και προσθέτουν αξία σε ένα οδοντιατρείο. Οι σημαντικότεροι παράγοντες που επηρεάζουν τον υπολογισμό της αξίας ενός οδοντιατρείου είναι τα ετήσια έσοδα και έξοδα, το ιστορικό κερδών και η διακύμανσή τους, ο αριθμός των ενεργών και νέων ασθενών, η τοποθεσία, ο ανταγωνισμός και η προβλεπόμενη ανάπτυξη, η τρέχουσα αξία του οδοντιατρικού και λοιπού εξοπλισμού και οι ικανότητες του βοηθητικού προσωπικού. Οι συνηθέστερες μέθοδοι που χρησιμοποιούνται διεθνώς είναι η μέθοδος των συγκριτικών συναλλαγών, η μέθοδος της αναπροσαρμοσμένης καθαρής θέσης, η μέθοδος της υπερπροσόδου και η μέθοδος προεξόφλησης των μελλοντικών χρηματοροών. Η χρήση περισσότερων της μίας μεθόδων αποτίμησης μας οδηγεί σε περισσότερο ασφαλή συμπεράσματα, επιτυγχάνοντας να προσδιορίσουμε ένα εύρος τιμών εντός του οποίου θα μπορούσε να υποστηριχθεί μία ανάλογη αγοραπωλησία.
Η πρόσφατη κατάργηση όλων των νομοθετικών περιορισμών που αφορούν στην πρόσβαση ή στην άσκηση του οδοντιατρικού λειτουργήματος, έχει δημιουργήσει ένα νέο εργασιακό περιβάλλον μέσα στο οποίο καλείται ο οδοντίατρος να προσαρμοσθεί άμεσα. Παρά την έντονη αντίδραση σύσσωμης της Οδοντιατρικής κοινότητας, οι περιορισμοί που είχαν θεσπιστεί με μοναδικό γνώμονα την προστασία της δημόσιας υγείας και τη διασφάλιση της ποιότητας των παρεχόμενων υγειονομικών υπηρεσιών, έπαψαν πλέον να υφίστανται. Σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία, ο οδοντίατρος μπορεί να ασκήσει το επάγγελμά του σε όλη τη γεωγραφική επικράτεια, να διατηρεί περισσότερες από μία επαγγελματικές έδρες και να ιδρύει εταιρείες χωρίς περιορισμούς ως προς την εταιρική μορφή ή τη σύνθεση του μετοχικού κεφαλαίου. Μέσα στο νέο αυτό επαγγελματικό πλαίσιο, υπάρχουν αρκετές περιπτώσεις που καθιστούν αναγκαία την χρηματοοικονομική αποτίμηση ενός οδοντιατρείου, οι συνηθέστερες από τις οποίες είναι:
- Πώληση ή αγορά ενός οδοντιατρείου (ολόκληρου ή μικρότερου ποσοστού).
- Ενδεχόμενη συνεργασία με νέο συνάδελφο/αγοραστή.
- Συνταξιοδότηση του οδοντιάτρου.
- Ξαφνικός θάνατος ή ανικανότητα παροχής οδοντιατρικών εργασιών λόγω ατυχήματος.
- Δανειοδότηση ή/και ασφαλιστική κάλυψη του ιατρείου.
- Νομικοί λόγοι (διαζύγιο, ιατρική αμελής συμπεριφορά, κτλ).
ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΑΞΙΑ ΕΝΟΣ ΟΔΟΝΤΙΑΤΡΕΙΟΥ
Ο σκοπός μίας αποτίμησης είναι να προσδιορίζει την «δίκαιη αγοραία αξία» (fair market value) μίας επιχείρησης μέσω ενδεδειγμένων επιστημονικών μεθόδων. Ο υπολογισμός της αξίας μιας επιχείρησης βρίσκει πολλές εφαρμογές και διαδραματίζει σημαντικό ρόλο σε πολλές πτυχές της δραστηριότητάς της, καθώς επικαιροποιεί την αντικειμενική της αξία σε ένα οικονομικό περιβάλλον όπου κυριαρχεί η αβεβαιότητα και η γρήγορη μεταβολή των χρηματοοικονομικών δεδομένων. Η διαδικασία της αποτίμησης περιλαμβάνει τον υπολογισμό της αξίας όλων των περιουσιακών στοιχείων μίας επιχείρησης (υλικών, χρηματοοικονομικών, άυλων) με βάση τη χρηματοοικονομική τους κατάσταση και τις προσδοκίες για αυτήν και είναι άμεσα συνδεδεμένη με τη λειτουργία της και τις μελλοντικές της αποδόσεις.
Οι σημαντικότεροι χρηματοοικονομικοί παράγοντες που προσθέτουν ή αφαιρούν αξία σε ένα οδοντιατρείο, χωρίζονται σε δύο μεγάλες κατηγορίες: τους ποσοτικούς και τους ποιοτικούς.Η ουσιαστική διαφοροποίηση των ανωτέρω κατηγοριών έγκειται στο γεγονός ότι οι ποσοτικοί παράγοντες είναι μετρήσιμοι και προσδιορίζονται με αντικειμενικά κριτήρια, ενώ οι ποιοτικοί παράγοντες σχετίζονται με μη μετρήσιμες παραμέτρους που συμπεριλαμβάνουν τόσο υποκειμενικά κριτήρια όσο και μελλοντικές προβλέψεις. Η αναγνώριση των παραγόντων αυτών και η προσμέτρησή τους -στο βαθμό που τους αναλογεί- στην τελική χρηματοοικονομική ανάλυση, καθιστούν την διαδικασία αποτίμησης εγκυρότερη και δικαιότερη.
Ποσοτικοί παράγοντες
Ετήσια έσοδα: ορίζεται το εισόδημα που παράγει το οδοντιατρείο για τον ιδιοκτήτη. Στις περισσότερες περιπτώσεις τα έσοδα προσμετρώνται με βάση τις εισπράξεις και όχι τις κοστολογημένες οδοντιατρικές εργασίες, για να μην τίθεται θέμα επισφαλειών. Οι γεγενημένες απαιτήσεις του πωλητή οδοντιάτρου από τους ασθενείς δεν περιλαμβάνονται στους υπολογισμούς, διότι είναι χρήματα από υπηρεσίες που παρείχε και συνεπώς τα δικαιούται.
Ετήσια έξοδα: περιλαμβάνουν όλες τις δαπάνες που είναι απαραίτητες για τη λειτουργία του ιατρείου, όπως: το ενοίκιο, οι λογαριασμοί κοινής ωφέλειας, η μισθοδοσία των υπαλλήλων, η πληρωμή μισθωμάτων leasing, τα έξοδα συντήρησης εξοπλισμού, η ανάλωση οδοντιατρικών υλικών, η αμοιβή λογιστών, κτλ. Στα έξοδα δεν περιλαμβάνονται δαπάνες που αφορούν τον πωλητή οδοντίατρο (π.χ. συμμετοχή σε συνέδρια, συνδρομές σε συλλόγους/επιστημονικά περιοδικά, κτλ).
Τα περιουσιακά στοιχεία του ιατρείου που περιλαμβάνουν: τον οδοντιατρικό εξοπλισμό, τον λοιπό εξοπλισμό του ιατρείου (έπιπλα, ηλεκτρονικοί υπολογιστές, λογισμικά, κτλ) και το απόθεμα των οδοντιατρικών υλικών και εργαλείων.Ως τιμή κτήσης, στην περίπτωση αυτή, θεωρείται η τιμολογιακή αξία αγοράς των περιουσιακών στοιχείων μειωμένη με τις τυχόν εκπτώσεις ταμειακές και εμπορικές (λόγω χρήσης, παλαιότητας, κτλ).
Τα καθαρά κέρδη προ φόρων και η διακύμανσή τους.
Τραπεζικά δάνεια και λοιπές υποχρεώσεις του οδοντιατρείου.
Απαιτούμενες επενδύσεις: περιλαμβάνουν επενδύσεις που απαιτούνται για την απρόσκοπτη λειτουργία του ιατρείου και αφορούν σε νέο εξοπλισμό ή/και σε βελτίωση της υπάρχουσας υλικοτεχνικής υποδομής.
O αριθμός των ενεργών ασθενών: ιδιαίτερη αξία σε σχέση με το συνολικό αριθμό των ασθενών που έχουν επισκεφθεί το ιατρείο, έχει το ποσοστό ασθενών που προσέρχονται τακτικά (σε ετήσια βάση).
Ο αριθμός των νέων ασθενών (με έμφαση τα τελευταία 1-2 έτη).
Ποιοτικοί παράγοντες
Φήμη και πελατεία (goodwill): Παρά το γεγονός ότι η αγορά ενός προϋπάρχοντος ιατρείου απαιτεί μεγαλύτερο κεφάλαιο από τη δημιουργία ενός νέου, έχει και περισσότερα αναμενόμενα έσοδα. Τα πρόσθετα αυτά έσοδα που αναμένονται από την αγορά ενός προϋπάρχοντος ιατρείου σε σχέση με τη δημιουργία ενός νέου από την αρχή, καθορίζουν την αξία της «φήμης και πελατείας» του ιατρείου που τίθεται προς πώληση.
Το είδος των εργασιών που πραγματοποιούνται στο οδοντιατρείο (συσχέτιση με τις εργασίες που προτίθεται να παρέχει ο νέος αγοραστής).
Η ποιότητα του υφιστάμενου πελατολογίου και το ηλικιακό του εύρος.
Η τοποθεσία του ιατρείου.
Ο ανταγωνισμός και η προβλεπόμενη ανάπτυξη της αγοράς.
Οι ικανότητες του βοηθητικού προσωπικού και οι σχέσεις εργασίας τους (πλήρης/μερική απασχόληση, έτη εργασίας, κτλ).
Ο ρόλος του Οδοντίατρου
Το κυρίαρχο στοιχείο στην αποτίμηση ενός οδοντιατρείου δεν καταγράφεται στα λογιστικά αρχεία ή στα χρηματοοικονομικά δεδομένα, διότι ο πιο σημαντικός παράγοντας της επιτυχίας ενός ιατρείου είναι ο ίδιος ο οδοντίατρος. Αυτός συνδυάζει την επιστημονική γνώση και την απαραίτητη κλινική εμπειρία που θα αποτελέσουν την κινητήρια δύναμη για την προώθηση και ανάπτυξη του ιατρείου1. Η επαγγελματική επάρκεια του πωλητή οδοντιάτρου, η ποιότητα και το είδος των παρεχόμενων οδοντιατρικών εργασιών, η συνεργασία του με το βοηθητικό προσωπικό καθώς και η σχέση εμπιστοσύνης που έχει αναπτύξει με τους ασθενείς του δεν μπορούν να «μεταβιβαστούν» στον αγοραστή οδοντίατρο. Η συνέχεια της ροής των ασθενών σε ένα ιατρείο εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την προπτυχιακή ή/και μεταπτυχιακή εκπαίδευση του νέου οδοντίατρου, την επαγγελματική του εμπειρία, τη συμπεριφορά του με τους ασθενείς και τη διείσδυσή του στην τοπική κοινωνία ως επιστήμονας.
Η αγορά ενός προϋπάρχοντος ιατρείου αποτελεί μόνο το εφαλτήριο για μία άμεση επαγγελματική αποκατάσταση, η συνέχεια της οποίας εξαρτάται απόλυτα από την επαγγελματική επάρκεια και την προσωπικότητα του αγοραστή οδοντιάτρου. Για το λόγο αυτό, ιδιαίτερη σημασία στη μεταβίβαση ενός οδοντιατρείου και συνεπώς στο ύψος του τιμήματος, έχει η μεταβατική περίοδος κατά την οποία συνυπάρχουν στο ιατρείο ο πωλητής και αγοραστής ιατρός, ώστε να επιτευχθεί η ομαλή μετάβαση των ασθενών. Το χρονικό αυτό διάστημα ποικίλει ανάλογα με τις ιδιαιτερότητες της σχεδιαζόμενης αγοραπωλησίας και μπορεί να διαρκέσει από 6 μήνες έως και 5 χρόνια1. Στο μεταβατικό αυτό διάστημα, η εργασιακή σχέση μεταξύ των δύο οδοντιάτρων μπορεί να παραμένει σταθερή ή να μεταβάλλεται και να ξεκινήσει ως μία απλή επαγγελματική συστέγαση μέχρι να αποκτήσει σταδιακά ο αγοραστής οδοντίατρος την πλήρη κυριότητα του ιατρείου2. Σε κάθε περίπτωση, η συμμόρφωση των οδοντιάτρων με τους ισχύοντες κανόνες του Δεοντολογικού Κανονισμού και η δυνατότητα ελεύθερης επιλογής ιατρού από τον ασθενή πρέπει να τηρούνται με απόλυτη συνέπεια προς αποφυγή οποιουδήποτε δεοντολογικού/νομικού παραπτώματος.
Η συνέχεια του άρθρου, με την αναλυτική περιγραφή των μεθόδων αποτίμησης είναι διαθέσιμη εδώ.
Συζήτηση σχετικά με αυτό το άρθρο