Ο Per-Ingvar Brånemark, ο Σουηδός ιατρός που θεωρείται ο «πατέρας» των οδοντικών εμφυτευμάτων, «έφυγε» από τη ζωή στις 20 Δεκεμβρίου 2014 σε ηλικία 85 ετών, αφήνοντας ένα ανεκπλήρωτο κενό όχι μόνο στους οικείους του, αλλά σε ολόκληρη την οδοντιατρική κοινότητα.
Ο Καθηγητής Per-Ingvar Brånemark, ήταν ο πρώτος που παρατήρησε κατά τη διάρκεια πειραμάτων σε κουνέλια ότι το τιτάνιο είναι ένα μέταλλο το οποίο, όχι μόνο γίνεται αποδεκτό από τον οργανισμό, αλλά ότι τα εμφυτεύματα τιτανίου είχαν τη δυνατότητα «αγκίστρωσης» στο οστούν ακόμα και για μεγάλο διάστημα μετά την ενσωμάτωσή τους, εισάγοντας τον όρο οστεοενσωμάτωση στο λεξιλόγιο της ιατρικής και της οδοντιατρικής επιστήμης.
Ο Brånemark θέλησε να μελετήσει ενδελεχώς τους λόγους της ενσωμάτωσης του τιτανίου στον ανθρώπινο οργανισμό και θεώρησε ότι η έρευνα θα έπρεπε να επικεντρωθεί σε διαφορετικά επιστημονικά πεδία ταυτόχρονα. Υπήρξε μια μακρά περίοδο δοκιμών ασφαλείας. Για να βεβαιωθεί ότι το τιτάνιο δεν απορρίπτεται από τον ανθρώπινο οργανισμό, ο Δρ Brånemark ζήτησε από τους 20 περίπου φοιτητές που εργάζονταν στο εργαστήριο του να συμμετάσχουν στην έρευνά τους ως υποκείμενα παρατήρησης, εισάγοντας «σώματα» από τιτάνιο στο άνω τμήμα των βραχιόνων τους.
Υπό την καθοδήγηση του Brånemark, γιατροί, οδοντίατροι και οι βιολόγοι διερεύνησαν την αλληλεπίδραση μεταξύ των οστών και του τιτανίου. Από κοινού ανέπτυξαν με μεγάλη προσοχή και αυστηρή μεθοδολογία τεχνικές για την εισαγωγή των εμφυτευμάτων. Ταυτόχρονα, μηχανικοί, φυσικοί και μεταλλουργοί μελέτησαν την επιφάνεια του μετάλλου και το πώς ο σχεδιασμός του εμφυτεύματος μπορεί να έχει επίδραση στην επούλωση των οστών και την ανάπτυξη τους.
Ο πρώτος ασθενής που δέχθηκε εμφυτεύματα τιτανίου ήταν ο Gosta Larsson, από το Gothenburg της Σουηδίας και η εμφύτευση πραγματοποιήθηκε με μεγάλη επιτυχία στα μέσα της δεκαετίας του 1960. Ο Larsson είχε μια εκ γενετής ανωμαλία των γνάθων και ελλείποντα δόντια στην κάτω γνάθο. Με τα τέσσερα εμφυτεύματα τιτανίου που τοποθετήθηκαν στο στόμα του, μπορούσε για πρώτη φορά στη ζωή του να φάει και να μιλήσει φυσιολογικά. Όταν, το 2006 απεβίωσε τα εμφυτεύματα τα οποία είχαν αποτελέσει το θεμέλιο για μια σειρά από οδοντικές προσθέσεις, διατηρήθηκαν χωρίς να δημιουργήσουν κανένα πρόβλημα στη στοματική του κοιλότητα.
Ωστόσο, η ιατρική και οδοντιατρική κοινότητα δεν υποδέχθηκε από την αρχή θετικά την καινοτόμα ανακάλυψη του Brånemark. Ο ακαδημαϊκός κόσμος αμφισβήτησε την έρευνά του, επηρεασμένος από αποτυχημένες προσπάθειες του παρελθόντος και από το γεγονός ότι ο Brånemark δούλευε πάνω σε διαφορετικά επιστημονικά πεδία. Κάποια στιγμή, τα ερευνητικά ιδρύματα στη Σουηδία σταμάτησαν τη χρηματοδότηση της έρευνας του Brånemark και την οικονομική στήριξη του ερευνητικού του έργου ανέλαβε το Εθνικό Ινστιτούτο Υγείας των ΗΠΑ, δίνοντάς του τη δυνατότητα να αποδείξει επανειλημμένα την ακρίβεια των ισχυρισμών του και την αξιοπιστία της οστεο-ενσωμάτωσης ως θεραπευτικής μεθόδου. Στη δεκαετία του 1970 το Εθνικό Ινστιτούτο Υγείας και Πρόνοιας της Σουηδίας ενέκρινε τελικά τα εμφυτεύματα του Brånemark.
Το 1982 το οδοντιατρικό συνέδριο στο Τορόντο με θέμα τα εμφυτεύματα οδήγησε στην απόλυτη αναγνώριση του επιστημονικού έργου του Brånemark, ενώ αποτέλεσε ένα σημείο σταθμό για την οδοντιατρική επιστήμη. Από τότε, πάνω από δέκα εκατομμύρια άνθρωποι σε όλο τον κόσμο έχουν επωφεληθεί από την ανακάλυψη του Per-Ingvar Brånemark.
Συζήτηση σχετικά με αυτό το άρθρο